σακχαρομύκης

σακχαρομύκης
(-ητος) ο спиртовые дрожжи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σακχαρομύκης" в других словарях:

  • σακχαρομύκητες — Οικογένεια ή τάξη μικροσκοπικών μυκήτων, που υπάγεται στην τάξη ή κλάση των ασκομυκήτων. Έχουν μορφή σφαιρικών ή ελαφρά επιμηκών κυττάρων, μοναχικών ή κατά αλυσίδες, περισσότερο ή λιγότερο διακλαδιζόμενες. Οι σ. παράγουν ασκούς, δηλαδή ασκοειδή… …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρο- — Ν (χημ. βιοχ. ιατρ.) α συνθετικό λέξεων που υποδηλώνει ότι το δηλούμενο με το β συνθετικό περιέχει σάκχαρα ή έχει σχέση με τα σάκχαρα (πρβλ. σακχαροδέκτης, σακχαρομύκης, σακχαροποίηση, σακχαροδιαβήτης κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • σακχαρομύκητας — και, λόγιος τ., σακχαρομύκης, ο, Ν σημαντικό, από οικονομική άποψη, γένος ασκομυκήτων που ανήκει στην οικογένεια σακχαρομυκητίδες τής τάξης σακχαρομυκητώδη, με 30 περίπου είδη τής ομάδας τών ζυμομυκήτων, πολλά από τα οποία χρησιμοποιούνται στην… …   Dictionary of Greek

  • μπίρα — Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση βύνης (κριθαριού που πέταξε βλαστό), αρωματισμένης με λυκίσκο. Η μ. και τα ανάλογα ποτά που προέρχονται από τη ζύμωση άλλων δημητριακών είναι από τα πιο αρχαία και τα πιο διαδεδομένα. Τη χρησιμοποιούσαν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»